- πολυκλείδωτος
- -ον, Μ1. αυτός που έχει κλειδωθεί πολλές φορές ή με πολλά κλειδιά2. πολύ καλά κλειδωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κλειδωτός (< κλειδῶ «κλειδώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκλείδωτοι — πολυκλείδωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)